- κτηναγωγία
- κτηναγωγία, ἡ (Α)1. άδεια χρησιμοποίησης κτηνών τού δημοσίου2. (κατ' άλλους) πιθ. η εξαγωγή κτηνών από μια χώρα σε άλλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + -αγωγία (< ἀγωγός), πρβλ. δημ-αγωγία, χειρ-αγωγία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.